περιοδικόν

περιοδικόν
περιοδικός
acquired in one's travels
masc acc sg
περιοδικός
acquired in one's travels
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιοδικός — ή, ό / περιοδικός, ή, όν, ΝΜΑ [περίοδος] αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται σε σταθερά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους (α. «περιοδική λήψη πυρετού β. «περιοδικοί κομήτες» γ. «περιοδικαὶ ὧραι») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το περιοδικό έντυπο,… …   Dictionary of Greek

  • Βώκος, Γεράσιμος — (Πάτρα 1868 – Παρίσι 1927). Λογοτέχνης και ζωγράφος. Ασχολήθηκε στη νεαρή του ηλικία με τη δημοσιογραφία και διακρίθηκε ως χρονογράφος και αρθρογράφος στις εγκυρότερες αθηναϊκές εφημερίδες. Ήταν συγγραφέας πολλών μελετών φιλολογικού και… …   Dictionary of Greek

  • Επισκοπόπουλος, Νικόλαος — (1874 – 1944). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Εργάστηκε ως χρονογράφος στην καθημερινή εφημερίδα Άστυ και ταυτόχρονα ασχολήθηκε με το διήγημα, τη λυρική πεζογραφία και την κριτική. Ήταν συνεργάτης των περιοδικών Τέχνη, Παναθήναια και Περιοδικόν… …   Dictionary of Greek

  • Ισίδωρος — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Ι. (Καρθαγένη 560 – Σεβίλη 636). Επίσκοπος Σεβίλης (601 636) και άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο της Σεβίλης τον αδελφό του Λέανδρο.… …   Dictionary of Greek

  • Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”